- κολοσσουργία
- κολοσσουργίᾱ , κολοσσουργίαmaking of a colossusfem nom/voc/acc dualκολοσσουργίᾱ , κολοσσουργίαmaking of a colossusfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοσσουργία — κολοσσουργία, ἡ (Α) η κατασκευή κολοσσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ερι ουργία, κηπ ουργία] … Dictionary of Greek